- επικρουστήρας
- ο [επικρούω]επίμηκες χαλύβδινο όργανο με ακή το οποίο ωθείται προς τα εμπρός με κρουστικό μηχανισμό και προκαλεί ανάφλεξη φυσιγγίου ή καψουλιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικρουστήρας — ο 1. όργανο με το οποίο επικρούεται (βλ. λ.) κάτι, κρούστης. 2. στέλεχος του μηχανισμού του κλείστρου των πυροβόλων γενικά όπλων, που με επίκρουση προκαλεί την έκρηξη του εμπυρεύματος, ο κόκορας, ο λύκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκρουστήρας — ο 1. σιδερένιο εργαλείο κατάλληλο για σφυροκόπηση σε κοιλότητες, ζουμπάς 2. ο επικρουστήρας τών κυνηγετικών και παλιότερων πυροβόλων όπλων, λύκος, κόκορας … Dictionary of Greek
επικρουστηρουλκός — ο όργανο με το οποίο αφαιρείται ο επικρουστήρας τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι κρουστήρ* + ολκός (< έλκω*) από την ετεροιωμένη βαθμίδα (ολκ ) τού θ. έλκ . Το ου ( ουλκός) αναλογικά προς τα συνηρημένα ξιφουλκός (< ξίφο ολκός), εμβρυουλκός… … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
κρούστης — ο (Α κρούστης) [κρούω] νεοελλ. αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται κάτι, επικρουστήρας αρχ. αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το κεφάλι ή με τα κέρατα … Dictionary of Greek
κόκορας — ο 1. αλέκτωρ, πετεινός 2. ο επικρουστήρας τών κυνηγετικών και τών παλαιών πυροβόλων όπλων, αλλ. λύκος 3. φρ. α) «κάνει τον κόκορα» κάνει τον γενναίο, κάνει τον παλικαρά β) «τά φόρτωσε στον κόκορα» απέτυχε στην προσπάθειά του γ) «σαράντα πέντε… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
σκάλα — I (Scala). Περίφημο λυρικό θέατρο του Μιλάνου. Χτίστηκε το 1778 από τον Γκιουζέπε Πιερμαρίνι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Σάντα Μαρία αλά Σκάλα και σε αντικατάσταση της παλιάς δουκικής σκηνής, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τόσο για το… … Dictionary of Greek
ασφάλειας, μηχανισμός — Στα διάφορα όπλα, όπως και σε άλλα πεδία της τεχνικής, η διάταξη που εμποδίζει την πρόωρη λειτουργία ενός ορισμένου μηχανισμού. Έτσι, π.χ. στους πυροσωλήνες των οβίδων, η αδράνεια των κινητών εσωτερικών μαζών ή η φυγόκεντρη δύναμη θέτουν σε… … Dictionary of Greek